- ἰβίβυος
- ἰβίβυος· παιανισμός, Hsch. [full] ἴβινος· ἀετός, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιβίβυος — ἰβίβυος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παιανισμός» … Dictionary of Greek